- επαγγελμένος
- -η, -ο(μτχ. παθ. παρακμ. τού επαγγέλλω) ο γεμάτος υποσχέσεις, επαγγελίες («το επαγγελμένο σου όραμα σταυρός τού μαρτυρίου», Παλαμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαγγέλλομαι — επαγγέλθηκα, επαγγελμένος, μτβ. 1. υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Η κυβέρνηση επαγγέλλεται μισθολογικές αυξήσεις. 2. εξασκώ επάγγελμα, δηλ. βιοποριστικό έργο: Επαγγέλλεται το δικηγόρο. 3. μτφ., προσποιούμαι τον, παρασταίνω τον, ποζάρω για: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)